Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλοκᾱγαθικός
κᾶλον
κᾱλοπέδῑλα
καλοποιέω
καλός
κάλος
κάλος
κάλπις
κάλτιος
καλύβη
καλυκοστέφανος
καλυκῶπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλυπτός
καλύπτρᾱ
καλύπτω
κάλχᾱ
καλχαίνω
Κάλχᾱς
καλῴδιον
View word page
καλυκο-στέφανος
καλυκο-στέφανοςονadjκάλυξ of a goddess, a womangarlanded with flower-budsB.

ShortDef

crowned with flower-buds

Debugging

Headword:
καλυκοστέφανος
Headword (normalized):
καλυκοστέφανος
Headword (normalized/stripped):
καλυκοστεφανος
IDX:
20965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20966
Key:
καλυκοστέφανος

Data

{'headword_display': '<b>καλυκο-στέφανος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλυκο-στέφανος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κάλυξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a goddess, a woman</Indic><Tr>garlanded with flower-buds</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλυκοστέφανος'}