Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστής
καλοκᾱγαθίᾱ
καλοκᾱγαθικός
κᾶλον
κᾱλοπέδῑλα
καλοποιέω
καλός
κάλος
κάλος
κάλπις
κάλτιος
καλύβη
καλυκοστέφανος
καλυκῶπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλυπτός
καλύπτρᾱ
καλύπτω
View word page
κάλος2
κάλος2Aeol.adjseeκαλός

ShortDef

ropes, halyards

Debugging

Headword:
κάλος
Headword (normalized):
κάλος
Headword (normalized/stripped):
καλος
IDX:
20961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20962
Key:
κάλος_2

Data

{'headword_display': '<b>κάλος</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><HG><HL>κάλος<Hm>2</Hm></HL><PS>Aeol.adj</PS></HG><XR>see<Ref>καλός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάλος_2'}