Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστής
καλοκᾱγαθίᾱ
καλοκᾱγαθικός
κᾶλον
κᾱλοπέδῑλα
καλοποιέω
καλός
κάλος
κάλος
κάλπις
κάλτιος
καλύβη
καλυκοστέφανος
καλυκῶπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλυπτός
καλύπτρᾱ
View word page
κάλος1
κάλος1mseeκάλως1

ShortDef

ropes, halyards

Debugging

Headword:
κάλος
Headword (normalized):
κάλος
Headword (normalized/stripped):
καλος
IDX:
20960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20961
Key:
κάλος_1

Data

{'headword_display': '<b>κάλος</b><sup>1</sup>', 'content': '<XE><HG><HL>κάλος<Hm>1</Hm></HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>κάλως<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάλος_1'}