Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλῡ́νω
καλλύσματα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστής
καλοκᾱγαθίᾱ
καλοκᾱγαθικός
κᾶλον
κᾱλοπέδῑλα
καλοποιέω
καλός
κάλος
κάλος
κάλπις
κάλτιος
καλύβη
καλυκοστέφανος
καλυκῶπις
κάλυμμα
κάλυξ
View word page
καλοποιέω
καλοποιέωcontr.vbκαλός do what is goodrightNT.

ShortDef

to do good

Debugging

Headword:
καλοποιέω
Headword (normalized):
καλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
καλοποιεω
IDX:
20958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20959
Key:
καλοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>καλοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καλοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>καλός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>do what is good<or/>right</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καλοποιέω'}