Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάλλυντρον
καλλῡ́νω
καλλύσματα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστής
καλοκᾱγαθίᾱ
καλοκᾱγαθικός
κᾶλον
κᾱλοπέδῑλα
καλοποιέω
καλός
κάλος
κάλος
κάλπις
κάλτιος
καλύβη
καλυκοστέφανος
καλυκῶπις
κάλυμμα
View word page
κᾱλο-πέδῑλα
κᾱλο-πέδῑλαωνn.plκᾶλαπέδῑλον wooden shoesclogsTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κᾱλοπέδῑλα
Headword (normalized):
κᾱλοπέδῑλα
Headword (normalized/stripped):
καλοπεδιλα
IDX:
20957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20958
Key:
κᾱλοπέδῑλα

Data

{'headword_display': '<b>κᾱλο-πέδῑλα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κᾱλο-πέδῑλα</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>κᾶλα</Ref><Ref>πέδῑλον</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>wooden shoes</Def><Tr>clogs</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κᾱλοπέδῑλα'}