Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνᾱ
κάλλυντρον
καλλῡ́νω
καλλύσματα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστής
καλοκᾱγαθίᾱ
καλοκᾱγαθικός
κᾶλον
κᾱλοπέδῑλα
καλοποιέω
καλός
κάλος
κάλος
κάλπις
κάλτιος
View word page
καλλωπιστής
καλλωπιστήςοῦm pejor.one who puts on a beautiful appearancedandyIsoc. Arist.

ShortDef

one who adorns himself, dandy

Debugging

Headword:
καλλωπιστής
Headword (normalized):
καλλωπιστής
Headword (normalized/stripped):
καλλωπιστης
IDX:
20953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20954
Key:
καλλωπιστής

Data

{'headword_display': '<b>καλλωπιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλλωπιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Def>one who puts on a beautiful appearance</Def><Tr>dandy</Tr><Au>Isoc. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλλωπιστής'}