Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνᾱ
κάλλυντρον
καλλῡ́νω
καλλύσματα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστής
καλοκᾱγαθίᾱ
καλοκᾱγαθικός
κᾶλον
κᾱλοπέδῑλα
καλοποιέω
καλός
View word page
καλλύσματα
καλλύσματατωνn.pl sweepings, dustThphr.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλύσματα
Headword (normalized):
καλλύσματα
Headword (normalized/stripped):
καλλυσματα
IDX:
20949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20950
Key:
καλλύσματα

Data

{'headword_display': '<b>καλλύσματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλλύσματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>sweepings, dust</Tr><Au>Thphr.<LblR>cj.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'καλλύσματα'}