Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνᾱ
κάλλυντρον
καλλῡ́νω
καλλύσματα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστής
καλοκᾱγαθίᾱ
καλοκᾱγαθικός
κᾶλον
κᾱλοπέδῑλα
View word page
κάλλυντρον
κάλλυντρονουnκαλλῡ́νω implement for sweepinga housecleanbroomPlu.

ShortDef

an implement for cleaning, broom

Debugging

Headword:
κάλλυντρον
Headword (normalized):
κάλλυντρον
Headword (normalized/stripped):
καλλυντρον
IDX:
20947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20948
Key:
κάλλυντρον

Data

{'headword_display': '<b>κάλλυντρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάλλυντρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>καλλῡ́νω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>implement for sweeping<Prnth>a house</Prnth>clean</Def><Tr>broom</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάλλυντρον'}