Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνᾱ
κάλλυντρον
καλλῡ́νω
καλλύσματα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστής
καλοκᾱγαθίᾱ
καλοκᾱγαθικός
κᾶλον
View word page
καλλοσύνᾱ
καλλοσύνᾱᾱςdial.f beautyof a womanE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλοσύνᾱ
Headword (normalized):
καλλοσύνᾱ
Headword (normalized/stripped):
καλλοσυνα
IDX:
20946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20947
Key:
καλλοσύνᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καλλοσύνᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλλοσύνᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>dial.f</PS></HG> <nS1><Tr>beauty<Expl>of a woman</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλλοσύνᾱ'}