Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνᾱ
κάλλυντρον
καλλῡ́νω
καλλύσματα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστής
View word page
καλλίων
καλλίων
compar.adj.
see
καλός
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλλίων
Headword (normalized):
καλλίων
Headword (normalized/stripped):
καλλιων
IDX:
20943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20944
Key:
καλλίων
Data
{'headword_display': '<b>καλλίων</b>', 'content': '<XE><RefFm>καλλίων<LblR>compar.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καλός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καλλίων'}