Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνᾱ
κάλλυντρον
καλλῡ́νω
καλλύσματα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
View word page
καλλί-φωνος
καλλί-φωνοςονadjφωνή of an actorwith a beautiful voicePl.

ShortDef

with a fine voice

Debugging

Headword:
καλλίφωνος
Headword (normalized):
καλλίφωνος
Headword (normalized/stripped):
καλλιφωνος
IDX:
20941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20942
Key:
καλλίφωνος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-φωνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-φωνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φωνή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an actor</Indic><Tr>with a beautiful voice</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίφωνος'}