Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνᾱ
κάλλυντρον
καλλῡ́νω
καλλύσματα
καλλωπίζω
View word page
καλλί-φλοξ
καλλί-φλοξογοςmasc.fem.adjφλόξ of a sacrificial offeringproducing a bright flameE.

ShortDef

auspiciously burning

Debugging

Headword:
καλλίφλοξ
Headword (normalized):
καλλίφλοξ
Headword (normalized/stripped):
καλλιφλοξ
IDX:
20940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20941
Key:
καλλίφλοξ

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-φλοξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-φλοξ</HL><Infl>ογος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>φλόξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sacrificial offering</Indic><Tr>producing a bright flame</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίφλοξ'}