Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνᾱ
κάλλυντρον
View word page
καλλί-τοξος
καλλί-τοξοςονadjτόξον with a beautiful bowE.

ShortDef

with beautiful bow

Debugging

Headword:
καλλίτοξος
Headword (normalized):
καλλίτοξος
Headword (normalized/stripped):
καλλιτοξος
IDX:
20937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20938
Key:
καλλίτοξος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-τοξος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-τοξος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τόξον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>with a beautiful bow</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίτοξος'}