Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλῑρέω
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνᾱ
View word page
καλλιτεχνίᾱ
καλλιτεχνίᾱᾱςfτέχνη beauty of workmanshipPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλιτεχνίᾱ
Headword (normalized):
καλλιτεχνίᾱ
Headword (normalized/stripped):
καλλιτεχνια
IDX:
20936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20937
Key:
καλλιτεχνίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καλλιτεχνίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλλιτεχνίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τέχνη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>beauty of workmanship</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλλιτεχνίᾱ'}