Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλῑρέω
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
View word page
κάλλιστος
κάλλιστος
superl.adj.
see
καλός
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάλλιστος
Headword (normalized):
κάλλιστος
Headword (normalized/stripped):
καλλιστος
IDX:
20933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20934
Key:
κάλλιστος
Data
{'headword_display': '<b>κάλλιστος</b>', 'content': '<XE><RefFm>κάλλιστος<LblR>superl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καλός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάλλιστος'}