Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλῑρέω
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
καλλίχορος
View word page
καλλι-στέφανος
καλλι-στέφανοςονadjκάλλος of a goddesswith a beautiful garlandhHom. Tyrt.of festivitiesfair-garlandedE.

ShortDef

beautiful-crowned

Debugging

Headword:
καλλιστέφανος
Headword (normalized):
καλλιστέφανος
Headword (normalized/stripped):
καλλιστεφανος
IDX:
20932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20933
Key:
καλλιστέφανος

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-στέφανος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-στέφανος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κάλλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a goddess</Indic><Tr>with a beautiful garland</Tr><Au>hHom. Tyrt.</Au><aS2><Indic>of festivities</Indic><Tr>fair-garlanded</Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'καλλιστέφανος'}