Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίπρῳρος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλῑρέω
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλίφωνος
View word page
καλλιστεύω
καλλιστεύωvbκάλλιστος of a woman, man, animal, chariotbe most beautifulattractiveHdt. Thphr. Plu.of a riverE.mid., of a regionE. of a woman, her body, giftssurpass in beautyw.gen.all women, all giftsHdt. E.mid.

ShortDef

to be the most beautiful

Debugging

Headword:
καλλιστεύω
Headword (normalized):
καλλιστεύω
Headword (normalized/stripped):
καλλιστευω
IDX:
20931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20932
Key:
καλλιστεύω

Data

{'headword_display': '<b>καλλιστεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καλλιστεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>κάλλιστος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a woman, man, animal, chariot</Indic><Tr>be most beautiful<or/>attractive</Tr><Au>Hdt. Thphr. Plu.</Au><vS2><Indic>of a river</Indic><Au>E.</Au></vS2><vS2><Indic>mid., of a region</Indic><Au>E.</Au></vS2> </vS1> <vS1><Indic>of a woman, her body, gifts</Indic><Tr>surpass in beauty</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>all women, all gifts<Au>Hdt. E.<LblR>mid.</LblR></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καλλιστεύω'}