Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλῑρέω
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
View word page
καλλίστευμα
καλλίστευμαατοςn pre-eminent beautyof a womanE. pl.fairest offeringsw.dat.for a god, ref. to female captivesE.

ShortDef

exceeding beauty

Debugging

Headword:
καλλίστευμα
Headword (normalized):
καλλίστευμα
Headword (normalized/stripped):
καλλιστευμα
IDX:
20930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20931
Key:
καλλίστευμα

Data

{'headword_display': '<b>καλλίστευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλλίστευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>pre-eminent beauty<Expl>of a woman</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>fairest offerings<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for a god, ref. to female captives</Expl></Def><Au>E.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'καλλίστευμα'}