Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάλλιπον
καλλιπόταμος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλῑρέω
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
View word page
καλλι-στάδιος
καλλι-στάδιοςονadjστάδιον of a running-trackwith a beautiful courseE.

ShortDef

with a fine race-course

Debugging

Headword:
καλλιστάδιος
Headword (normalized):
καλλιστάδιος
Headword (normalized/stripped):
καλλισταδιος
IDX:
20928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20929
Key:
καλλιστάδιος

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-στάδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-στάδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στάδιον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a running-track</Indic><Tr>with a beautiful course</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλιστάδιος'}