Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
καλλιπόταμος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλῑρέω
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνίᾱ
View word page
καλλῑρέω
καλλῑρέωIon.contr.vbseeκαλλιερέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλῑρέω
Headword (normalized):
καλλῑρέω
Headword (normalized/stripped):
καλλιρεω
IDX:
20926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20927
Key:
καλλῑρέω

Data

{'headword_display': '<b>καλλῑρέω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καλλῑρέω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>καλλιερέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καλλῑρέω'}