Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλιπέδῑλος
καλλίπεπλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
καλλιπόταμος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλῑρέω
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
View word page
καλλί-πρῳρος
καλλί-πρῳροςονadjπρῷρα of a shipwith a beautiful prowE. fig., of a childfair-facedA.wkr.sens., of a mouthbeautifulA.

ShortDef

with beautiful prow

Debugging

Headword:
καλλίπρῳρος
Headword (normalized):
καλλίπρῳρος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπρωρος
IDX:
20921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20922
Key:
καλλίπρῳρος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-πρῳρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-πρῳρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρῷρα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>with a beautiful prow</Tr><Au>E.</Au></aS1> <aS1><Indic>fig., of a child</Indic><Tr>fair-faced</Tr><Au>A.</Au><aS2><Indic>wkr.sens., of a mouth</Indic><Tr>beautiful</Tr><Au>A.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'καλλίπρῳρος'}