Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδῑλος
καλλίπεπλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
καλλιπόταμος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλῑρέω
View word page
καλλί-πνοος
καλλί-πνοοςονadjπνοή of an auloswith beautiful breathTelest.

ShortDef

beautifully breathing

Debugging

Headword:
καλλίπνοος
Headword (normalized):
καλλίπνοος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπνοος
IDX:
20916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20917
Key:
καλλίπνοος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-πνοος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-πνοος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πνοή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an aulos</Indic><Tr>with beautiful breath</Tr><Au>Telest.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίπνοος'}