Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδῑλος
καλλίπεπλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
καλλιπόταμος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
View word page
καλλί-πλουτος
καλλί-πλουτοςονadjπλοῦτος of citiessplendidly richPi.

ShortDef

adorned with riches

Debugging

Headword:
καλλίπλουτος
Headword (normalized):
καλλίπλουτος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπλουτος
IDX:
20915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20916
Key:
καλλίπλουτος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-πλουτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-πλουτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλοῦτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cities</Indic><Tr>splendidly rich</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίπλουτος'}