Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδῑλος
καλλίπεπλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
καλλιπόταμος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
View word page
καλλι-πλόκαμος
καλλι-πλόκαμοςονadjof a woman or goddesswith beautiful hairHom. Hes.fr. hHom. Pi. E.

ShortDef

with beautiful locks

Debugging

Headword:
καλλιπλόκαμος
Headword (normalized):
καλλιπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπλοκαμος
IDX:
20914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20915
Key:
καλλιπλόκαμος

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-πλόκαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-πλόκαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a woman or goddess</Indic><Tr>with beautiful hair</Tr><Au>Hom. Hes.<Wk>fr.</Wk> hHom. Pi. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλιπλόκαμος'}