Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδῑλος
καλλίπεπλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
καλλιπόταμος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυργος
View word page
καλλί-πεπλος
καλλί-πεπλοςονadjπέπλος of a womanwith a beautiful robePi. E.

ShortDef

with beautiful robe

Debugging

Headword:
καλλίπεπλος
Headword (normalized):
καλλίπεπλος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπεπλος
IDX:
20912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20913
Key:
καλλίπεπλος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-πεπλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-πεπλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πέπλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>with a beautiful robe</Tr><Au>Pi. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίπεπλος'}