Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλικρήδεμνος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδῑλος
καλλίπεπλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
καλλιπόταμος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
View word page
καλλι-πέδῑλος
καλλι-πέδῑλοςονadjπέδῑλον with beautiful sandalshHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλιπέδῑλος
Headword (normalized):
καλλιπέδῑλος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπεδιλος
IDX:
20911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20912
Key:
καλλιπέδῑλος

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-πέδῑλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-πέδῑλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πέδῑλον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>with beautiful sandals</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλιπέδῑλος'}