Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίκομος
καλλίκρᾱνος
καλλικρήδεμνος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδῑλος
καλλίπεπλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
καλλιπόταμος
View word page
καλλι-πάρηος
καλλι-πάρηοςονIon.adjalso perh.καλλιπάρᾱοςονB., cj.dial.adjπαρήιον of a woman or goddesswith beautiful cheeksHom. Hes. B.

ShortDef

beautiful-cheeked

Debugging

Headword:
καλλιπάρηος
Headword (normalized):
καλλιπάρηος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπαρηος
IDX:
20909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20910
Key:
καλλιπάρηος

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-πάρηος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-πάρηος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><HG2><Lbl>also perh.</Lbl><HL2>καλλιπάρᾱος</HL2><Infl>ον<Au>B.<rom>, cj.</rom></Au></Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>παρήιον</Ref></Ety></HG2></HG> <aS1><Indic>of a woman or goddess</Indic><Tr>with beautiful cheeks</Tr><Au>Hom. Hes. B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλιπάρηος'}