Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίκαρπος
καλλικέρᾱς
καλλικόμᾱς
καλλίκομος
καλλίκρᾱνος
καλλικρήδεμνος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδῑλος
καλλίπεπλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
View word page
κάλλιον
κάλλιονκαλλῑόνωςcompar.advs.seeκαλῶς, underκαλός

ShortDef

precinct used as a court; board/bench

Debugging

Headword:
κάλλιον
Headword (normalized):
κάλλιον
Headword (normalized/stripped):
καλλιον
IDX:
20906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20907
Key:
κάλλιον

Data

{'headword_display': '<b>κάλλιον</b>', 'content': '<XE><RefFm>κάλλιον</RefFm><RefFm>καλλῑόνως<LblR>compar.advs.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καλῶς</Ref>, under<Ref>καλός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάλλιον'}