Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλίκαρπος
καλλικέρᾱς
καλλικόμᾱς
καλλίκομος
καλλίκρᾱνος
καλλικρήδεμνος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδῑλος
καλλίπεπλος
View word page
καλλί-μορφος
καλλί-μορφοςονadjμορφή with beautiful formof a man's bodyhandsomeE.of a group of childrengood-lookingE.

ShortDef

beautifully shaped

Debugging

Headword:
καλλίμορφος
Headword (normalized):
καλλίμορφος
Headword (normalized/stripped):
καλλιμορφος
IDX:
20902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20903
Key:
καλλίμορφος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-μορφος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>καλλί-μορφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μορφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>with beautiful form</Def><aS2><Indic>of a man's body</Indic><Tr>handsome</Tr><Au>E.</Au></aS2><aS2><Indic>of a group of children</Indic><Tr>good-looking</Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>", 'key': 'καλλίμορφος'}