Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλιεπής
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλίκαρπος
καλλικέρᾱς
καλλικόμᾱς
καλλίκομος
καλλίκρᾱνος
καλλικρήδεμνος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλιπέδῑλος
View word page
καλλι-κρήδεμνος
καλλι-κρήδεμνοςονadjκρήδεμνον of a womanwith a beautiful head-dressOd.

ShortDef

with beautiful headband

Debugging

Headword:
καλλικρήδεμνος
Headword (normalized):
καλλικρήδεμνος
Headword (normalized/stripped):
καλλικρηδεμνος
IDX:
20901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20902
Key:
καλλικρήδεμνος

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-κρήδεμνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-κρήδεμνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρήδεμνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>with a beautiful head-dress</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλικρήδεμνος'}