Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλίκαρπος
καλλικέρᾱς
καλλικόμᾱς
καλλίκομος
καλλίκρᾱνος
καλλικρήδεμνος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
View word page
καλλί-κρᾱνος
καλλί-κρᾱνοςονdial.adjκρήνη of a springwith beautiful watersPi.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλίκρᾱνος
Headword (normalized):
καλλίκρᾱνος
Headword (normalized/stripped):
καλλικρανος
IDX:
20900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20901
Key:
καλλίκρᾱνος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-κρᾱνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-κρᾱνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>κρήνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a spring</Indic><Tr>with beautiful waters</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίκρᾱνος'}