Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁδινός
ἀδιοίκητος
ᾱ̔́διον
ἀδιόρθωτος
ἀδιόριστος
ᾱ̔́διστος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
Ἄδμητος
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ᾱ̓δολεσχέω
ᾱ̓δολέσχης
ᾱ̓δολεσχίᾱ
ᾱ̓δολεσχικός
ἄδολος
ᾱ̔́δομαι
ἅδον
View word page
ἀδοιάστως
ἀδοιάστωςadvδοιάζω undoubtedlyAnacr.

ShortDef

without doubt

Debugging

Headword:
ἀδοιάστως
Headword (normalized):
ἀδοιάστως
Headword (normalized/stripped):
αδοιαστως
IDX:
2089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2090
Key:
ἀδοιάστως

Data

{'headword_display': '<b>ἀδοιάστως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀδοιάστως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>δοιάζω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>undoubtedly</Tr><Au>Anacr.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀδοιάστως'}