Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλίκαρπος
καλλικέρᾱς
καλλικόμᾱς
καλλίκομος
καλλίκρᾱνος
καλλικρήδεμνος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
View word page
καλλι-κόμᾱς
καλλι-κόμᾱςdial.masc.adjκόμη of hairwith beautiful tressesE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλικόμᾱς
Headword (normalized):
καλλικόμᾱς
Headword (normalized/stripped):
καλλικομας
IDX:
20898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20899
Key:
καλλικόμᾱς

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-κόμᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-κόμᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>κόμη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hair</Indic><Tr>with beautiful tresses</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλικόμᾱς'}