Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλίκαρπος
καλλικέρᾱς
καλλικόμᾱς
καλλίκομος
καλλίκρᾱνος
καλλικρήδεμνος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
Καλλιόπη
View word page
καλλι-κέρᾱς
καλλι-κέρᾱςᾱτοςmasc.fem.adjκέραςacc.
καλλικέρᾱν
of a heiferwith beautiful hornsB.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλικέρᾱς
Headword (normalized):
καλλικέρᾱς
Headword (normalized/stripped):
καλλικερας
IDX:
20897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20898
Key:
καλλικέρᾱς

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-κέρᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-κέρᾱς</HL><Infl>ᾱτος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>κέρας</Ref></Ety><FG><Case><Lbl>acc.</Lbl><Form>καλλικέρᾱν</Form></Case></FG></HG> <aS1><Indic>of a heifer</Indic><Tr>with beautiful horns</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλικέρᾱς'}