Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλίδενδρος
καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλίκαρπος
καλλικέρᾱς
καλλικόμᾱς
καλλίκομος
καλλίκρᾱνος
καλλικρήδεμνος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
κάλλιον
View word page
καλλί-καρπος
καλλί-καρποςονadjκαρπός1 of a countrywith fine crops, fertileA. E. Plb. Plu.of bryonybearing fine fruitE.of an oakPlu.

ShortDef

with beautiful fruit

Debugging

Headword:
καλλίκαρπος
Headword (normalized):
καλλίκαρπος
Headword (normalized/stripped):
καλλικαρπος
IDX:
20896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20897
Key:
καλλίκαρπος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-καρπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-καρπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρπός<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a country</Indic><Tr>with fine crops, fertile</Tr><Au>A. E. Plb. Plu.</Au></aS1><aS1><Indic>of bryony</Indic><Tr>bearing fine fruit</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of an oak</Indic><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'καλλίκαρπος'}