Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλίκαρπος
καλλικέρᾱς
καλλικόμᾱς
καλλίκομος
καλλίκρᾱνος
καλλικρήδεμνος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνῑκος
View word page
καλλί-θριξ
καλλί-θριξτριχοςmasc.fem.adjθρίξ of a horsewith a beautiful maneHom. Hes. hHom.of sheepwith beautiful fleecesOd.

ShortDef

with beautiful manes

Debugging

Headword:
καλλίθριξ
Headword (normalized):
καλλίθριξ
Headword (normalized/stripped):
καλλιθριξ
IDX:
20895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20896
Key:
καλλίθριξ

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-θριξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-θριξ</HL><Infl>τριχος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>θρίξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a horse</Indic><Tr>with a beautiful mane</Tr><Au>Hom. Hes. hHom.</Au></aS1><aS1><Indic>of sheep</Indic><Tr>with beautiful fleeces</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίθριξ'}