Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάλᾱνος
καλλιγένεθλος
καλλιγέφῡρος
καλλίγραπτος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλίκαρπος
καλλικέρᾱς
καλλικόμᾱς
View word page
καλλί-διφρος
καλλί-διφροςονadjδίφρος of horseswith a beautiful chariotE.

ShortDef

with beautiful chariot

Debugging

Headword:
καλλίδιφρος
Headword (normalized):
καλλίδιφρος
Headword (normalized/stripped):
καλλιδιφρος
IDX:
20888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20889
Key:
καλλίδιφρος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-διφρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-διφρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίφρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses</Indic><Tr>with a beautiful chariot</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίδιφρος'}