Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλλείπω
καλλιβλέφαρος
καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάλᾱνος
καλλιγένεθλος
καλλιγέφῡρος
καλλίγραπτος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλίκαρπος
View word page
καλλί-δενδρος
καλλί-δενδροςονadjδένδρεον of a regionwith fine treesPlb.

ShortDef

with fine trees

Debugging

Headword:
καλλίδενδρος
Headword (normalized):
καλλίδενδρος
Headword (normalized/stripped):
καλλιδενδρος
IDX:
20886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20887
Key:
καλλίδενδρος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-δενδρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-δενδρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δένδρεον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a region</Indic><Tr>with fine trees</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίδενδρος'}