Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάλλαια
καλλείπω
καλλιβλέφαρος
καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάλᾱνος
καλλιγένεθλος
καλλιγέφῡρος
καλλίγραπτος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
View word page
καλλι-γύναιξ
καλλι-γύναιξαικοςmasc.fem.adjγυνή of a country or citywith beautiful womenHom. Hes. hHom. Lyr.adesp. Pi.

ShortDef

with beautiful women

Debugging

Headword:
καλλιγύναιξ
Headword (normalized):
καλλιγύναιξ
Headword (normalized/stripped):
καλλιγυναιξ
IDX:
20885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20886
Key:
καλλιγύναιξ

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-γύναιξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-γύναιξ</HL><Infl>αικος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>γυνή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a country or city</Indic><Tr>with beautiful women</Tr><Au>Hom. Hes. hHom. Lyr.adesp. Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλιγύναιξ'}