Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάλκιος
κάλλαια
καλλείπω
καλλιβλέφαρος
καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάλᾱνος
καλλιγένεθλος
καλλιγέφῡρος
καλλίγραπτος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
View word page
καλλί-γραπτος
καλλί-γραπτοςονadjγραπτός of votive offeringsfinely paintedA.satyr.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλίγραπτος
Headword (normalized):
καλλίγραπτος
Headword (normalized/stripped):
καλλιγραπτος
IDX:
20884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20885
Key:
καλλίγραπτος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-γραπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-γραπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γραπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of votive offerings</Indic><Tr>finely painted</Tr><Au>A.<Wk>satyr.fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίγραπτος'}