Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλίστρᾱ
καλιστρέω
κάλκιος
κάλλαια
καλλείπω
καλλιβλέφαρος
καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάλᾱνος
καλλιγένεθλος
καλλιγέφῡρος
καλλίγραπτος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιερέω
View word page
καλλι-γένεθλος
καλλι-γένεθλοςονadjγενέθλη of a town, i.e. its peoplewith beautiful offspringCorinn.

ShortDef

beautifully formed

Debugging

Headword:
καλλιγένεθλος
Headword (normalized):
καλλιγένεθλος
Headword (normalized/stripped):
καλλιγενεθλος
IDX:
20882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20883
Key:
καλλιγένεθλος

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-γένεθλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-γένεθλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γενέθλη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a town, i.e. its people</Indic><Tr>with beautiful offspring</Tr><Au>Corinn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλιγένεθλος'}