Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κᾱ́λινος
καλίστρᾱ
καλιστρέω
κάλκιος
κάλλαια
καλλείπω
καλλιβλέφαρος
καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάλᾱνος
καλλιγένεθλος
καλλιγέφῡρος
καλλίγραπτος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
View word page
καλλι-γάλᾱνος
καλλι-γάλᾱνοςονdial.adjγαλήνη of a facebeautifully sereneE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλιγάλᾱνος
Headword (normalized):
καλλιγάλᾱνος
Headword (normalized/stripped):
καλλιγαλανος
IDX:
20881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20882
Key:
καλλιγάλᾱνος

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-γάλᾱνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-γάλᾱνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>γαλήνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a face</Indic><Tr>beautifully serene</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλιγάλᾱνος'}