Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλινδέομαι
κᾱ́λινος
καλίστρᾱ
καλιστρέω
κάλκιος
κάλλαια
καλλείπω
καλλιβλέφαρος
καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάλᾱνος
καλλιγένεθλος
καλλιγέφῡρος
καλλίγραπτος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιεπέομαι
View word page
καλλί-βωλος
καλλί-βωλοςονadjβῶλος of a mountainwith finerich soilE.

ShortDef

with fine, rich soil

Debugging

Headword:
καλλίβωλος
Headword (normalized):
καλλίβωλος
Headword (normalized/stripped):
καλλιβωλος
IDX:
20880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20881
Key:
καλλίβωλος

Data

{'headword_display': '<b>καλλί-βωλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλί-βωλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βῶλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a mountain</Indic><Tr>with fine<or/>rich soil</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλίβωλος'}