Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλῑάς
καλίκιος
καλινδέομαι
κᾱ́λινος
καλίστρᾱ
καλιστρέω
κάλκιος
κάλλαια
καλλείπω
καλλιβλέφαρος
καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάλᾱνος
καλλιγένεθλος
καλλιγέφῡρος
καλλίγραπτος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδῑ́νᾱς
καλλίδιφρος
View word page
καλλι-βόᾱς
καλλι-βόᾱςdial.masc.adjβοή of an aulosfair-soundingLyr.adesp. S. Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλιβόᾱς
Headword (normalized):
καλλιβόᾱς
Headword (normalized/stripped):
καλλιβοας
IDX:
20878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20879
Key:
καλλιβόᾱς

Data

{'headword_display': '<b>καλλι-βόᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλλι-βόᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>βοή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an aulos</Indic><Tr>fair-sounding</Tr><Au>Lyr.adesp. S. Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλλιβόᾱς'}