Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλῑᾱ́
καλῑάς
καλίκιος
καλινδέομαι
κᾱ́λινος
καλίστρᾱ
καλιστρέω
κάλκιος
κάλλαια
καλλείπω
καλλιβλέφαρος
καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάλᾱνος
καλλιγένεθλος
καλλιγέφῡρος
καλλίγραπτος
View word page
κάλκιος
κάλκιοςalsoκαλίκιοςκάλτιοςουmLat. calceusshoePlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάλκιος
Headword (normalized):
κάλκιος
Headword (normalized/stripped):
καλκιος
IDX:
20874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20875
Key:
κάλκιος

Data

{'headword_display': '<b>κάλκιος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάλκιος<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>καλίκιος</FmHL><FmHL>κάλτιος</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>Lat. <ital>calceus</ital></Ety></HG><nS1><Tr>shoe</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάλκιος'}