Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κᾱλάπους
καλάσῑρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλῑᾱ́
καλῑάς
καλίκιος
καλινδέομαι
κᾱ́λινος
καλίστρᾱ
καλιστρέω
κάλκιος
κάλλαια
καλλείπω
καλλιβλέφαρος
καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάλᾱνος
καλλιγένεθλος
View word page
καλίστρᾱ
καλίστρᾱᾱςfapp.reltd.καλινδέομαι rollingof a horse, in sand after exerciseX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλίστρᾱ
Headword (normalized):
καλίστρᾱ
Headword (normalized/stripped):
καλιστρα
IDX:
20872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20873
Key:
καλίστρᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καλίστρᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλίστρᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety>app.reltd.<Ref>καλινδέομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>rolling<Expl>of a horse, in sand after exercise</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλίστρᾱ'}