Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάλαμος
καλαμόφθογγος
καλάνδαι
κᾱλάπους
καλάσῑρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλῑᾱ́
καλῑάς
καλίκιος
καλινδέομαι
κᾱ́λινος
καλίστρᾱ
καλιστρέω
κάλκιος
κάλλαια
καλλείπω
καλλιβλέφαρος
καλλιβόᾱς
καλλίβοτρυς
View word page
καλίκιος
καλίκιοςmseeκάλκιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλίκιος
Headword (normalized):
καλίκιος
Headword (normalized/stripped):
καλικιος
IDX:
20869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20870
Key:
καλίκιος

Data

{'headword_display': '<b>καλίκιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καλίκιος</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>κάλκιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καλίκιος'}