Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμῑ́της
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμόφθογγος
καλάνδαι
κᾱλάπους
καλάσῑρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλῑᾱ́
καλῑάς
καλίκιος
καλινδέομαι
κᾱ́λινος
καλίστρᾱ
καλιστρέω
κάλκιος
View word page
καλαῦροψ
καλαῦροψοποςfstaffof a herdsman, used as a throwing-stick to control cattleIl. AR.

ShortDef

a shepherd's staff

Debugging

Headword:
καλαῦροψ
Headword (normalized):
καλαῦροψ
Headword (normalized/stripped):
καλαυροψ
IDX:
20864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20865
Key:
καλαῦροψ

Data

{'headword_display': '<b>καλαῦροψ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλαῦροψ</HL><Infl>οπος</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>staff<Expl>of a herdsman, used as a throwing-stick to control cattle</Expl></Tr><Au>Il. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλαῦροψ'}