Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμῑ́της
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμόφθογγος
καλάνδαι
κᾱλάπους
καλάσῑρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλῑᾱ́
καλῑάς
καλίκιος
καλινδέομαι
κᾱ́λινος
View word page
καλάνδαι
καλάνδαιῶνf.plLat. kalendaefirst dayw.gen.adj.of a particular monthPlu.

ShortDef

new year's allowances

Debugging

Headword:
καλάνδαι
Headword (normalized):
καλάνδαι
Headword (normalized/stripped):
καλανδαι
IDX:
20861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20862
Key:
καλάνδαι

Data

{'headword_display': '<b>καλάνδαι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καλάνδαι</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>f.pl</PS><Ety>Lat. <ital>kalendae</ital></Ety></HG><nS1><Tr>first day<Expl><GLbl>w.gen.<or/>adj.</GLbl>of a particular month</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καλάνδαι'}