Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάλαθος
καλαμαίᾱ
καλαμευταί
καλάμη
καλαμητόμος
καλαμηφόρος
καλαμίνθη
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμῑ́της
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμόφθογγος
καλάνδαι
κᾱλάπους
καλάσῑρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήτωρ
καλῑᾱ́
καλῑάς
View word page
καλαμόεις
καλαμόειςεσσα ενadjof panpipesmade of reedsE.

ShortDef

of reed

Debugging

Headword:
καλαμόεις
Headword (normalized):
καλαμόεις
Headword (normalized/stripped):
καλαμοεις
IDX:
20858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20859
Key:
καλαμόεις

Data

{'headword_display': '<b>καλαμόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καλαμόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of panpipes</Indic><Tr>made of reeds</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καλαμόεις'}